θεοκίνητος

θεοκίνητος
θεο-κίνητος [ῑ], ον,
A roused by the gods, gloss on θέορτος, Sch.Pi.O.2.67.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεοκίνητος — θεοκίνητος, ον (AM) αυτός που κινείται, που δραστηριοποιείται από κάποιον θεό. επίρρ... θεοκινήτως (Μ) με θεία προτροπή …   Dictionary of Greek

  • θεοκίνητος — roused by the gods masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκινήτως — θεοκίνητος roused by the gods adverbial θεοκίνητος roused by the gods masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκίνητον — θεοκίνητος roused by the gods masc/fem acc sg θεοκίνητος roused by the gods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκινήτου — θεοκίνητος roused by the gods masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκινήτων — θεοκίνητος roused by the gods masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκίνητα — θεοκίνητος roused by the gods neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • богодвижный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. греч. θεοκίνητος Богом подвигнутый, воздвиженный. Дашася …   Словарь церковнославянского языка

  • богодвижьныи — (2*) пр. Движимый, направляемый богом: ˫ако и на н҃бо. то добрымъ свѣтомъ. бл҃жноѥ оубо и св҃щноѥ ваше положениѥ. Пребл҃жноѥ и богодвижноѥ ваше отхожениѥ. (ϑεοκίνητος) ФСт XIV, 89б; всѣхъ же боголѣпныхъ. и богодвижны(х). и къ б҃у прибѣгающихъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՇԱՐԺ — ( ) NBH 1 0328 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. θεοκίνητος divinitus motus ՅԱստուծոյ շարժեալ, ազդեալ. *Յիշել զաստուածաշարժ զօրհնաբանութիւն մարգարէիցն. Դիոն. եկեղ.: *Աստուածընկալն դաւիթ աստուածաշարժ լեզուաւն խօսի ընդ Աստուած. Տօնակ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”